μισθίου

μισθίου
μίσθιος
salaried
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • καταγγελία — Όρος που συνηθίζεται περισσότερο στην καθημερινή γλώσσα παρά στη νομική ορολογία και αναφέρεται στη γνωστοποίηση στις αρμόδιες αστυνομικές ή εισαγγελικές αρχές, θεληματικά ή σύμφωνα με υποχρεωτικό από τον νόμο καθήκον, της διάπραξης ενός… …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • μεταμίσθωση — η 1. η ενοικίαση μισθίου από τον μισθωτή και όχι από τον ιδιοκτήτη, η υπενοικίαση 2. παράταση μίσθωσης, αναμίσθωση από τον ίδιο μισθωτή με βάση έγγραφη προσυμφωνία ή σιωπηρώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταμισθώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Α.… …   Dictionary of Greek

  • μεταμισθώνω — (Α μεταμισθῶ, όω) νεοελλ. ξανανοικιάζω, εξακολουθώ να παραμένω μισθωτής και μετά τη λήξη τής μίσθωσης, κατόπιν συμφωνίας ή με σιωπηρή παράταση αρχ. μισθώνω σε τρίτον ολόκληρο ή μέρος τού μισθίου στο οποίο είμαι ο ίδιος μισθωτής, υπενοικιάζω …   Dictionary of Greek

  • παροχή — Πράξη και αποτέλεσμα του παρέχω. Δόση. Χορηγία. Π. λέγεται και το προσφερόμενο: παροχή νερού κλπ. Ο όρος χρησιμοποιείται και με την έκφραση π. αγωγού, και σημαίνει τον όγκο του ρευστού, υγρού ή αερίου ο οποίος περνά από μία διατομή στη μονάδα του …   Dictionary of Greek

  • υπομίσθωση — η / ὑπομίσθωσις, ώσεως, ΝΑ η σε άλλο άτομο εκμίσθωση, εν μέρει ή εν όλω, τού μισθίου από τον πρώτο μισθωτή, υπενοικίαση νεοελλ. (νομ.) η μεταβίβαση τής μισθωτικής σχέσης από τον μισθωτή σε τρίτο πρόσωπο, αλλ. υπεκμίσθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”